ὁμοκέντρους

ὁμοκέντρους
ὁμόκεντρος
concentric with
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρόμλεχ — (βρετονικά kromlek = κυκλικά τοποθετημένοι λίθοι). Όρος που αναφέρεται σε έναν τύπο προϊστορικού μνημείου, που χρονολογείται περίπου την εποχή του ορείχαλκου (3η 2η χιλιετία π.Χ.) και ο οποίος ήταν αρκετά διαδεδομένος στις βόρειες περιοχές της… …   Dictionary of Greek

  • Δουβλίνο — (ιρλ. Baila Atha Cliath, αγγλ. Dublin). Πόλη (495.101κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και της ομώνυμης κομητείας (921 τ. χλμ., 1.122.600 κάτ.). Βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Λίφεϊ στην Ιρλανδική θάλασσα. Η πόλη είναι… …   Dictionary of Greek

  • άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …   Dictionary of Greek

  • άλως — Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι,… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • διπλόκυκλος — η, και ος, ο 1. αυτός που έχει δύο κύκλους 2. (φιλοτελ.) «διπλόκυκλος σφραγίς ταχυδρομείου» σφραγίδα με δύο ομόκεντρους κύκλους …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”